σαυκρόν

σαυκρόν
σαυκρόν
Grammatical information: adj.
Meaning: ἁβρόν, ἐλαφρόν, ἄκρον; σαυκρόποδες ἁβρόποδες H. On the suffix combination -κρ- Chantraine Form. 225 w. n. 1, Schwyzer 496.
Derivatives: Besides in H. also σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές (: Skt. sūkṣma- `fine, slender, thin, small' ?; cf. αὑχμός); with ψ- : ψαυκρός καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός; ψαυκρὸν γόνυ κοῦφον, ψαυκρόποδα κουφόποδα; by H. folketymolog. connected with ἄκρος and ψαύειν.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Popular-expressive words without convincing connection; cf. σαῦλος, σαυνίον and σαύρα w. lit. -- The combination of σαυκρός and ψαυκρός (and σαυχμός, s.v. σαυκόν) shows that the word is Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,682

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαυκρόν — σαυκρός dry masc acc sg σαυκρός dry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού …   Dictionary of Greek

  • σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”